πυελοπεριτονίτιδα

πυελοπεριτονίτιδα
η
φλεγμονή του περιτόναιου έπειτα από πυελίτιδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυελοπεριτονίτιδα — η, Ν ιατρ. τοπική φλεγμονή τού περιτοναίου τής λεκάνης, η οποία προκαλείται συνήθως από φλεγμονή τών έσω γεννητικών οργάνων τής γυναίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pyeloperitonite (< πύελος + περιτονίτιδα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”